''Το ακριβότερο ρεύμα γονατίζει τον προϋπολογισμό''

Πριν ξεκινήσει η ενεργειακή κρίση, τα τιμολόγια ρεύματος των ελληνικών νοικοκυριών ήταν περίπου στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κοντά στα 0,12 ευρώ/κιλοβατώρα). Το περασμένο Σαββατοκύριακο, οι εταιρείες προμήθειας ανακοίνωσαν τα τιμολόγια του Σεπτεμβρίου, με τιμές τόσο υψηλές (κοντά στα 0,8 ευρώ/κιλοβατώρα) που καθιστούν πλέον τα ελληνικά τιμολόγια μακράν τα ακριβότερα στην Ευρώπη.

 

Αυτό σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην αγορά ενέργειας ήταν αναποτελεσματικές. Ούτε η αναστολή της ρήτρας, ούτε ο νέος μηχανισμός στην χονδρική αγορά είχαν θετική επίδραση στις τιμές. Αντίθετα, οι τιμές του Σεπτέμβρη ήταν μέχρι και 62% υψηλότερες από τις ήδη πολύ αυξημένες τιμές του Αυγούστου (με τη ΔΕΗ να κρατάει τα πρωτεία στις αυξήσεις).

 

Η Κυβέρνηση, προσπαθώντας να εξισορροπήσει ένα στρεβλό σύστημα που η ίδια δημιούργησε, είναι αναγκασμένη να ξοδεύει δυσθεώρητα ποσά επιδοτήσεων κάθε μήνα. Οι τελευταίες ανακοινώσεις του Υπουργού Ενέργειας αφορούν σε 1,9 δις ευρώ μόνο για τον Σεπτέμβριο, μόνο για την επιδότηση στο ρεύμα. Είχαν δοθεί κοντά στα 1,2 δις ευρώ τον Αύγουστο και αν συνεχίσουν να δαπανώνται τόσα χρήματα, το συνολικό ποσό των επιδοτήσεων σύντομα θα ξεπεράσει τα χρήματα που δίνονται σε υγεία και παιδεία. Αυτή η επιδοματική προσέγγιση εκτός από δημοσιονομικά ασύμφορη, στέλνει λάθος μηνύματα στην αγορά και στον καταναλωτή. Στην αγορά το λανθασμένο μήνυμα είναι πως όσο μεγάλη και να είναι η αύξηση στην τιμή που διαμορφώνεται στο χρηματιστήριο ενέργειας, το κράτος θα βρίσκει τρόπο να την καλύπτει. Στον πολίτη/ καταναλωτή, πως όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωσή του, τόσο περισσότερα χρήματα θα λαμβάνει.

 

Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Τα χρήματα είναι πεπερασμένα, η ενέργεια έχει καταστεί πολύ ακριβή και το φυσικό αέριο είναι πόρος σε έλλειψη. Επιπλέον, ειδικά όσον αφορά στο αέριο, ενώ οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε μία περιοχή που αποτελεί επίκεντρο της κλιματικής απορρύθμισης σύμφωνα με όλες τις κλιματικές μελέτες, είναι πραγματικά παράλογο να επιδοτείται τόσο πολύ το εισαγόμενο αυτό ορυκτό καύσιμο.

 

Συνεπώς, η προσέγγιση θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Για τους καταναλωτές, οι επιδοτήσεις θα έπρεπε να είναι στοχευμένες σε αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη (και όχι οριζόντια σε όλους), ενώ για τους υπόλοιπους θα μπορούσαν να υπάρχουν οικονομικά κίνητρα που να επικροτούν τη μείωση της ενέργειας. Για παράδειγμα, τα ενεργειακά αποδοτικά νοικοκυριά μπορούν να λαμβάνουν σημαντικές εκπτώσεις στους λογαριασμούς τους και φορολογικά κίνητρα (όπως έκπτωση φόρου) για δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης και εγκατάστασης συστημάτων ανανεώσιμων πηγών (όπως φωτοβολταϊκά, ηλιακοί θερμοσίφωνες).

 

Όσον αφορά στην αγορά, η διατίμηση θα βάλει ένα χαλινάρι στο ξέφρενο ράλι ακρίβειας. Ένα ξεκάθαρο, διαφανές και κλιμακωτό πλαφόν στη λιανική μπορεί να εφαρμοστεί (για οικιακούς, εμπορικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές, αγρότες, μεγάλες βιομηχανίες), χρηματοδοτούμενο όχι μόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και από την αγορά.

 

Διαφορετικά, αν συνεχιστεί η επιδοματική πολιτική που μοιάζει με τον «πίθο των Δαναΐδων», η κυβέρνηση θα βρεθεί χειμωνιάτικα, με τεράστια κόστη για τους καταναλωτές και χωρίς πόρους να τα διαχειριστεί.

(ΤΑ ΝΕΑ, 28/8/2022)