Τοπίο στην ομίχλη με τα υπερέσοδα στο ρεύμα
Σε συνέντευξη του στον Αντέννα πριν λίγες μέρες, ο υπουργός Ενέργειας Κ. Σκρέκας δήλωσε ότι από τον Αύγουστο του 2022 μέχρι σήμερα ο κρατικός προϋπολογισμός έχει συνεισφέρει 2 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.
Το νούμερο αυτό είναι πάρα πολύ υψηλό και κατά πολύ υψηλότερο από το άθροισμα των μηνιαίων εκτιμήσεων της κυβέρνησης, όταν ανακοινώνονται οι επιδοτήσεις για την επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Η μεγάλη αυτή απόκλιση οφείλεται ακριβώς στη φύση του συστήματος που επέλεξε η κυβέρνηση για να στηρίξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Στο σύστημα που εφαρμόζει η Κυβέρνηση τώρα, οι προμηθευτές ενέργειας είναι αυτοί που καθορίζουν τα τιμολόγιά τους και μετά «τρέχει» η κυβέρνηση να βρει πόρους για να καλύψει τα υψηλά τιμολόγια που ανακοινώνονται. Ενδεικτικό της στρεβλής διαδικασίας που ακολουθείται είναι πως οι προμηθευτές τον Οκτώβριο αγόρασαν ρεύμα στα 233 ευρώ/MWh από το Χρηματιστήριο Ενέργειας και το πούλησαν κοντά στα 600 ευρώ. Δηλαδή, σε υπερδιπλάσια τιμή από την αγορά, κερδίζοντας μόνο για ένα μήνα τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, τον Σεπτέμβριο η χονδρική κινήθηκε στα 420 €/MWh ενώ τα τιμολόγια χωρίς τις επιδοτήσεις πλησίαζαν τα 800 €/MWh. Συνεπώς, οι προμηθευτές πουλούσαν ρεύμα σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις σχεδόν δύο φορές πάνω από την πανάκριβη τιμή του ελληνικού χρηματιστηρίου και η Κυβέρνηση χρειαζόταν τεράστια ποσά για να τη μειώσει στους καταναλωτές (κοντά στα 150 €/MWh).
Αυτός είναι και ο λόγος που προχθές ψήφισε η Κυβέρνηση έξτρα φορολόγηση των υπερεσόδων στη λιανική για τους προμηθευτές. Για την οποία όμως εκκρεμούν μία σειρά διευκρινήσεις, που θα κρίνουν ποια θα είναι τα ποσά που τελικά θα καταλήξουν στα ταμεία.
Ακόμα και τώρα μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική και να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο και διαφανές σύστημα στήριξης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που θα βασίζεται στο πλαφόν στη λιανική και στη δίκαιη μηνιαία αποζημίωση των προμηθευτών για το κάτω-του-κόστους τιμολόγιο. Εάν είχε εφαρμοστεί αυτή η πρόταση για πλαφόν στη λιανική, τότε η Κυβέρνηση θα είχε πετύχει το ίδιο επίπεδο στήριξης των νοικοκυριών, με πολύ μικρότερο κόστος. Και στο σύστημα της κυβέρνησης και στην εφαρμογή ενός πλαφόν στην λιανική, το νοικοκυριό θα πλήρωνε περίπου 150 €/MWh. Όμως, με το πλαφόν, θα ήταν η κυβέρνηση αυτή που θα αποφάσιζε κάθε μήνα το ποσό αποζημίωσης που θα δικαιούνταν οι προμηθευτές για την παροχή αυτού του κάτω-του-κόστους τιμολογίου. Τα χρήματα που θα χρειάζονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό θα ήταν σαφώς λιγότερα, δεν θα δημιουργούνταν υπερέσοδα στην προμήθεια και συνεπώς δεν θα υπήρχε η ανάγκη για μεταγενέστερη φορολόγησή τους.
Άλλωστε, οι πολιτικές υπερφορολόγησης δεν είναι βιώσιμες, μιας και οι
εταιρίες «πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο», ενώ τέτοιες πολιτικές κινδυνεύουν να
ανατραπούν και δικαστικά. Ενδεικτικό της αναποτελεσματικότητάς τους είναι πως
για τα παλιά υπερκέρδη του εξαμήνου Οκτώβριο 2021 – Μάρτιο 2022, ούτε ένα ευρώ
δεν έχει μπει στα κρατικά ταμία.