«Οι προκλήσεις για την «πράσινη» μετάβαση στη νέα εποχή»

Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις, οι Ευρωπαίοι πολίτες δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχοι για το μέλλον. Η αισιοδοξία που προς στιγμή δημιουργήθηκε με αφορμή την αντιμετώπιση της πανδημίας και την «πράσινη συμφωνία» της Ευρώπης, δεν κράτησε για πολύ. Οι πολιτικές μετάβασης σε έναν κόσμο περισσότερο πράσινο, δίκαιο και ανθεκτικό μοιάζει πως «παγώνουν», μπροστά σε έναν νέο φόβο που εξαπλώνεται. Αυτόν ενός παγωμένου χειμώνα.

Η ανησυχία αυτή αποτυπώνεται και στην τελευταία δημοσκόπηση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ενέργειας, σε σχεδόν 600 ηγέτες από όλο τον κόσμο. Η δημοσκόπηση είχε ως βασικό εύρημα πως το 44% των ερωτηθέντων δήλωνε απαισιοδοξία για τον ρυθμό της ενεργειακής μετάβασης. Μάλιστα, η μεγαλύτερη απαισιοδοξία μετρήθηκε στην Ευρώπη, με το 55% των ερωτηθέντων να κατατάσσει την «ενεργειακή ασφάλεια» ως την κύρια ανησυχία, ακολουθούμενη από μόλις 18% για την «κλιματική αλλαγή». Είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στις δύο σταθμίσεις από τους Ευρωπαίους, που θέλουν να είναι στην πρωτοπορία της κλιματικής δράσης. Στις άλλες ηπείρους, η «κλιματική αλλαγή» παραμένει το πιο βασικό μέλημα των ηγετών ενέργειας.

Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οπισθοχώρησης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, θυσία στον βωμό της αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, με αποσπασματικά, βραχυπρόθεσμα μέτρα και «μετά βλέπουμε». Το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός πως η ενεργειακή ασφάλεια και η κλιματική κρίση εμφανίζονται ως αντίθετοι πόλοι, ενώ στην πραγματικότητα ο ένας θα έπρεπε να συμπληρώνει τον άλλο σε μια ενότητα κοινών δράσεων. Αυτή η παραδοξότητα εμφανίζεται και με τον διατυπωμένο στόχο της Ευρώπης να εξαλείψει την εξάρτησή της από τα ρωσικής προέλευσης ορυκτά καύσιμα, ενισχύοντας την ενεργειακή της ασφάλεια. Και ενώ η απεξάρτηση περνά μέσα από την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών και της ορθολογικής χρήσης ενέργειας, οι Ευρωπαίοι αποφασίζοντες μοιάζουν περισσότερο αφοσιωμένοι στην ανάπτυξη υποδομών για τη διακίνηση του (πανάκριβου) υγροποιημένου φυσικού αερίου και όλων των άλλων διαθέσιμων ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, λιγνίτης). Είναι εμφανής η έλλειψη μιας συνδυαστικής προσέγγισης που να συνδέει την άμεση ανάγκη με την μακροπρόθεσμη στόχευση.

Γεγονός είναι επίσης ότι, μέχρι την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καμία δημοσιευμένη μελέτη δεν είχε προβλέψει την πιθανότητα να διακοπεί η παροχή του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, πλέον, μελέτες και αναλύσεις διατυπώνουν πως οι αναγκαίες αλλαγές απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο μπορούν να προχωρήσουν χωρίς αναβίωση της ατζέντας των ορυκτών καυσίμων. Τεκμηριώνεται επιστημονικά πως, πλέον, ο ενεργειακός μετασχηματισμός δε χρειάζεται απαραίτητα καύσιμο μετάβασης (δηλαδή αέριο), αλλά μπορεί να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια, αν προωθηθούν κατ’ ευθείαν καθαρές, εγχώριες, ενεργειακές επιλογές. Τέτοιες είναι οι ανανεώσιμες πηγές και η εξοικονόμηση, μαζί με τις απαραίτητες υποδομές σε δίκτυα, συστήματα διαχείρισης ζήτησης και αποθήκευση.

Τους τελευταίους μήνες, κινήματα, νέοι αλλά και η επιστημονική κοινότητα συμμετέχουν σε δράσεις που τονίζουν την λάθος κατεύθυνση που παίρνουν τα πράγματα. Μάλιστα, είναι η πρώτη φορά που στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει τόσο μεγάλη εγρήγορση. Τον περασμένο Απρίλιο περισσότεροι από 1.000 επιστήμονες σε 25 χώρες της Ευρώπης διαμαρτυρήθηκαν έξω από σημαντικά υπουργεία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο αρκετοί συνελήφθησαν επειδή κόλλησαν επιστημονικές εργασίες στη γυάλινη πρόσοψη του Υπουργείου Επιχειρήσεων, Ενέργειας και Βιομηχανικής Στρατηγικής.

Κάποιος θα σκεφτεί, μήπως είναι υπερβολικές αυτές οι αντιδράσεις; Πρόσφατο άρθρο του γνωστού και υψηλού επιστημονικού κύρους «Nature Climate Change» τεκμηρίωνε γιατί η πολιτική δράση πρέπει να συνδυάζεται με την επιστημονική γνώση, παρόλο που ίσως ασκηθεί κριτική ότι έτσι εγκαταλείπεται η «αμεροληψία». Στο άρθρο σημειώνονταν πως οι «παραδοσιακοί τρόποι επικοινωνίας» αποδείχθηκαν μειωμένης έως και ανύπαρκτης επίδρασης στον επηρεασμό των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων, και σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο μέγεθος της κρίσης.

H ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η «ουδέτερη» παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων από έναν «ενδιάμεσο» στους εκάστοτε αποφασίζοντες είναι λανθασμένη. Και ο λόγος, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, είναι πως η προστασία της ανθρωπότητας από την κλιματική και κοινωνική κατάρρευση δεν είναι ουδέτερη επιλογή αλλά υπαρξιακή απειλή. Και όσοι εμφανίζονται ως ενδιάμεσοι κομιστές τεκμηριώσεων, στην πράξη εξυπηρετούν, ίσως άθελά τους, το παιχνίδι των κατεστημένων εξουσιών που δημιούργησαν το πρόβλημα και θέλουν να μην αλλάξει τίποτα. Δεν υπάρχει πλέον χώρος και χρόνος για επιτήδειους ουδέτερους.

Τελευταία, διατυπώνονται απόψεις που επιχειρούν να πείσουν ότι, λόγω της ενεργειακής κρίσης, θα πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στην οικονομική μιζέρια ή στον συμβιβασμό. Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από πρόσκληση σε συνθηκολόγηση. Συνιστά αναβίωση παλαιών υποδειγμάτων, μαζί με τις πρακτικές που μας έφτασαν ως εδώ. Ενώ είναι όρος επιβίωσης να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στις αναγκαίες αλλαγές του ξεπερασμένου παραγωγικού μοντέλου, που πλέον γεννάει μόνο κρίσεις.

Σε αυτή την τεταμένη περίοδο βαθιάς αβεβαιότητας, όλα θα κριθούν στις αντοχές, όχι μόνο των κυβερνήσεων, αλλά και των λαών. Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθεί ο πανικός και τα λάθη, απαιτούνται ηγεσίες με συγκροτημένο σχέδιο, μακριά από κοντόφθαλμες, βιαστικές αποφάσεις και ψευτοδιλήμματα.

(Αναδημοσίευση, ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ, 17/9/2022)