Βραδυφλεγής βόμβα η αργή ανάπτυξη ηλεκτρικών δικτύων
Για καθυστερήσεις και αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής που έχουν ως αποτέλεσμα αργούς ρυθμούς στην προώθηση της πράσινης μετάβασης αλλά και υψηλό κόστος για τους καταναλωτές κάνει λόγο κ. Χάρης Δούκας, Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΕΜΠ και Τομεάρχης Ενέργειας, ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής σε συνέντευξη στο Business Daily.
Χαρακτηρίζει τα ηλεκτρικά δίκτυα ως μία «βραδυφλεγή βόμβα» που δεν επιτρέπει την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα ενώ σημειώνει ότι οι ρυθμοί που ακολουθούνται στην προώθηση των έργων από τους Διαχειριστές είναι πάρα πολύ αργοί και δεν συνάδουν με την εποχή και τις ανάγκες της. Όπως σημειώνει, η μειωμένη ανάπτυξη των δικτύων εξυπηρετεί τους λίγους και ισχυρούς, που έχουν προνομιακή πρόσβαση στον ηλεκτρικό χώρο, και «χτυπάει» τους απλούς πολίτες πλήττοντας την ενεργειακή δημοκρατία. Παράλληλα, επισημαίνει πως η είσοδος Κινέζων επενδυτών στο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Υπογραμμίζει την αδράνεια σχετικά με την αξιοποίηση της γεωθερμίας χαρακτηρίζοντάς την ως σφάλμα ενεργειακής πολιτικής, ενώ, τονίζει, πως η μεγάλη ανάγκη της Ευρώπης και της χώρας μας για ενέργεια τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να καλυφθεί από έρευνες υδρογονανθράκων που τώρα ξεκινάνε, όσο γρήγορα και να τρέξουν. Τέλος, εκτιμά πως ο ενεργειακός κλάδος θα παραμείνει αποσταθεροποιημένος και ευάλωτος σε απότομες ανοδικές και εξίσου απότομες καθοδικές πορείες έως ότου προχωρήσει η πράσινη μετάβαση σε ικανοποιητικό βαθμό.
Η κυβέρνηση έχει δώσει έμφαση στην προώθηση των ερευνών για υδρογονάνθρακες και φυσικό αέριο. Κατά πόσο μπορεί αυτή η πολιτική να συμβάλει στη θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας;
Η μεγάλη ανάγκη της Ευρώπης και της χώρας μας για ενέργεια τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να καλυφθεί από έρευνες υδρογονανθράκων που τώρα ξεκινάνε, όσο γρήγορα και να τρέξουν.
Είναι επίσης αλήθεια πως, όλα αυτά τα χρόνια, χορτάσαμε από παχιά λόγια. Ακούμε στο δημόσιο λόγο εδώ και μία δεκαετία για θαμμένους πετρελαϊκούς θησαυρούς που θα λύσουν μονομιάς τα προβλήματα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Όχι πάντως από τις μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρίες - για να είμαστε δίκαιοι - που δεν έχουν μιλήσει για βεβαιωμένους πόρους στη χώρα μας, αλλά για ενδείξεις και σε ελάχιστες περιπτώσεις (Ιωάννινα) για πιθανότητες, τονίζοντας μάλιστα πως, μέχρι να «μπει τρυπάνι» δεν μπορεί κάτι άλλο να διατυπωθεί.
Από την άλλη, το φυσικό δυναμικό στη χώρα μας, σε ήλιο, αέρα, γεωθερμία, νερά και βιομάζα είναι πλούσιο, βεβαιωμένο και ανεκμετάλλευτο σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Ειδικά όσον αφορά τη γεωθερμία, η αδράνεια που παρατηρείται εδώ και χρόνια συνιστά ολέθριο σφάλμα ενεργειακής πολιτικής. Αξιοποιώντας τα επόμενα χρόνια τους πεπερασμένους ανθρώπινους, πολιτικούς και οικονομικούς πόρους, μπορεί η χώρα μας και η βιομηχανία της να βρεθούν στην πρωτοπορία της πράσινης μετάβασης και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, με όρους ενεργειακής δημοκρατίας.
Η Ελλάδα εμφανίζεται τακτικά να καταλαμβάνει, αν όχι την υψηλότερη, τότε σίγουρα μία από τις υψηλότερες θέσεις στις τιμές χονδρικής ρεύματος στην Ευρώπη. Ποιοι οι λόγοι και κατά πόσο θεωρείτε ότι η πολιτική που έχει ακολουθηθεί έως σήμερα μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή;
Η Ελλάδα έχει όλη αυτή την περίοδο της ενεργειακής κρίσης μία από τις ακριβότερες τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας. Για τις τιμές αυτές, οι αιτίες είναι τα δομικά προβλήματα του χρηματιστηρίου ενέργειας (όπως ο ρηχός ανταγωνισμός) και η μειωμένη εποπτεία και ο έλεγχος (μειωμένος ρόλος των ανεξάρτητων αρχών). Προβλήματα που δεν έχει αντιμετωπίσει όλη αυτή την περίοδο η Κυβέρνηση.
Τα πράγματα όμως ξέφυγαν από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου. Συγκεκριμένα, από τη 21η Δεκεμβρίου και για πάνω από 3 εβδομάδες, η Ελλάδα είχε σταθερά τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη στη χονδρική. Τις περισσότερες μέρες, με τεράστιες διαφορές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενδεικτικά, το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου, η τιμή ήταν 283 Ευρώ ανά MWh στην Ελλάδα, όταν από την Πορτογαλία μέχρι τη Σουηδία ήταν κάτω από 10 Ευρώ ανά MWh, ενώ αρνητική τιμή σημείωσε η Γερμανία.
Εξαίρεση ήταν η 10η Ιανουαρίου, που η τιμή της χονδρικής διαμορφώθηκε στα 152 ευρώ/MWh, χάρη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), που μαζί με τα υδροηλεκτρικά έφθαναν στο 48%. Πάλι, χάρη στις ΑΠΕ, έχουμε μία πολύ σημαντική μείωση (κατά 75%) τις τελευταίες ημέρες στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, που διαμορφώνεται σε προπολεμικά επίπεδα.
Είναι λοιπόν σαφές πως όταν η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη συμμετοχή των ΑΠΕ, η τιμή εκτοξεύεται σε ακραία επίπεδα. Εδώ λοιπόν εντοπίζεται μία βασική αιτία των υψηλών τιμών, που είναι η καθυστέρηση διείσδυσης των ΑΠΕ. Μας ξεπέρασαν σε νέες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών το 2022 χώρες όπως η Πορτογαλία και έβαλαν πολλαπλάσια φωτοβολταϊκά χώρες όπως η Ολλανδία.
Πολύ μεγάλο πρόβλημα παραμένει επίσης το δίκτυο για να υποδεχτεί τις ΑΠΕ, η απουσία αποθήκευσης και η χαμηλή μας ηλεκτρική διασυνδεσιμότητα, σε σχέση με άλλες χώρες. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να εισάγουμε μεγάλες ποσότητες ενέργειας από τις γειτονικές χώρες που είχαν φθηνότερη το προηγούμενο διάστημα, αν είχαμε καλύτερα δίκτυα και μεγαλύτερες διασυνδέσεις. Αν είχαν προχωρήσει περισσότερο αυτές οι επενδύσεις σε δίκτυα και ΑΠΕ, θα μπορούσε η χώρα να έχει σημαντικά μειωμένη τιμή στο ελληνικό χρηματιστήριο τη δύσκολη προηγούμενη περίοδο. Είναι σαφές πως οι καθυστερήσεις αυτές κοστίζουν πολύ στους πολίτες.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει πως η Ελλάδα έχει παρουσιάσει μία από τις υψηλότερες τιμές στο ρεύμα και στη λιανική ενώ διαπιστώνει και έλλειμμα ανταγωνισμού. Πώς εκτιμάτε τις κρατικές επιδοτήσεις στη διαμόρφωση της σημερινής πραγματικότητας;
Πράγματι, η έκθεση του ΟΟΣΑ εξέπεμψε σήμα κινδύνου για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Εντοπίζει ζητήματα υψηλής εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο, καθυστερήσεις στη διείσδυση των ΑΠΕ στο μείγμα καθώς και ζητήματα ανταγωνισμού. Μάλιστα, όπως επισημαίνει, η έλλειψη ανταγωνισμού δεν εντοπίζεται μόνο στη χονδρική αλλά και στη λιανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος, όπου παρατηρείται υψηλός βαθμός συγκέντρωσης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η μελέτη του ΟΟΣΑ και στην ανάγκη μεγαλύτερης ανεξαρτησίας της ΡΑΕ. Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, οι ενισχυμένες και καλά διοικούμενες ρυθμιστικές αρχές συνδέονται με αποφάσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις σε δίκτυα. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΡΑΕ θα ήταν δυνατή με την επιλογή του επικεφαλής της Αρχής και των μελών του διοικητικού συμβουλίου από μια ανεξάρτητη επιτροπή, αναφέρει η έκθεση, αντί της κυβέρνησης, καθώς επίσης και με τον περιορισμό της κυβερνητικής καθοδήγησης για το έργο της.
Τέλος, η έκθεση κατακρίνει το κυβερνητικό σύστημα των οριζόντιων επιδοτήσεων. Προτείνει αντ’ αυτού ένα σχήμα απευθείας ενίσχυσης των εισοδημάτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, προκειμένου να μειώσουν τις καταναλώσεις τους και να επιλέξουν πιο «πράσινα» και φθηνότερα καύσιμα, καθώς και χρήση έξυπνων μετρητών προκειμένου να συμμετέχουν και τα νοικοκυριά στην προσπάθεια μείωσης της ενέργειας. Επιπλέον, επισημαίνει την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων σε δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και των επενδύσεων σε ΑΠΕ. Οι επισημάνσεις της έκθεσης είναι στην κατεύθυνση όσων έχω προτείνει το τελευταίο διάστημα. Η αλλαγή ενεργειακής πολιτικής είναι επιβεβλημένη και με βάση τον ΟΟΣΑ.
Σταθερός παραμένει ο προβληματισμός στην αγορά για τον περιορισμένο χώρο στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος για τη σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ. Κυβέρνηση και διαχειριστές έχουν παρουσιάσει προγράμματα ενίσχυσης των δικτύων αλλά και των διασυνδέσεων. Πού πιστεύετε ότι «κολλάει» η υλοποίηση των έργων και πώς θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει η αγορά των ΑΠΕ;
Τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι η «βραδυφλεγής βόμβα» της ενεργειακής μετάβασης της χώρας. Το πρόβλημα είναι τεράστιο, αφού το δίκτυο σε όλη την Ελλάδα είναι κορεσμένο. Ο ηλεκτρικός χώρος για σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ είναι ελάχιστος. Αυτό ισχύει τόσο για το Δίκτυο Διανομής όσο και για το Σύστημα Μεταφοράς. Τα Προγράμματα Ανάπτυξης των δύο Διαχειριστών πρέπει να ενισχυθούν και να επιταχυνθούν. Οι ρυθμοί που ακολουθούν είναι πάρα πολύ αργοί. Δε συνάδουν με την εποχή και τις ανάγκες της.
Θα δώσω δύο παραδείγματα:
Η διασύνδεση Ελλάδα-Βουλγαρία είναι 151 χλμ. Τα 121 είναι στη Βουλγαρία και τα 30 Ελλάδα. Οι Βούλγαροι έχουν ολοκληρώσει το κομμάτι τους το 2021. Ο ΑΔΜΗΕ θα ξεκινήσει την κατασκευή το 2023. Να γιατί η Ελλάδα δεν έχει ικανότητα εισαγωγής φθηνής ενέργειας για να ρίξει τις τιμές.
Επίσης, θυμάμαι τις ανακοινώσεις του Υπουργού Ενέργειας για την ηλεκτρική λεωφόρο που θα συνδέει την Ελλάδα με την Κεντρική Ευρώπη, μέσω της οποίας θα εξάγεται πολλές ώρες η περίσσεια από την παραγωγή των δεκάδων GW ΑΠΕ που θα έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μέχρι το 2030. Πέρασαν πολλοί μήνες. Έχει υπάρξει κάποια πρόοδος;
Η μειωμένη ανάπτυξη των δικτύων εξυπηρετεί τους λίγους και ισχυρούς, που έχουν προνομιακή πρόσβαση στον ηλεκτρικό χώρο, και «χτυπάει» τους απλούς πολίτες, που είναι τελικά αποκλεισμένοι από την αγορά ενέργειας. Πλήττει δηλαδή την ενεργειακή δημοκρατία.
Είναι, πλέον, σαφές πως η είσοδος Κινέζων επενδυτών στο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ακόμα χειρότερα με το δίκτυο διανομής, όπου το fund που μπήκε στη μετοχική σύνθεση δεν έχει προσφέρει την αναβάθμιση του δικτύου που αναμένονταν. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως αυτές οι μετοχοποιήσεις των δικτύων σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία δεν αποδίδουν. Ο μόνος τρόπος πιστεύω πως είναι να έχει το κράτος τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη δυνατότητα κινήσεων. Αλλιώς δεν μπορούν να προχωρήσουν οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται στον χρόνο που πρέπει.
Χαρακτηρίζει τα ηλεκτρικά δίκτυα ως μία «βραδυφλεγή βόμβα» που δεν επιτρέπει την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα ενώ σημειώνει ότι οι ρυθμοί που ακολουθούνται στην προώθηση των έργων από τους Διαχειριστές είναι πάρα πολύ αργοί και δεν συνάδουν με την εποχή και τις ανάγκες της. Όπως σημειώνει, η μειωμένη ανάπτυξη των δικτύων εξυπηρετεί τους λίγους και ισχυρούς, που έχουν προνομιακή πρόσβαση στον ηλεκτρικό χώρο, και «χτυπάει» τους απλούς πολίτες πλήττοντας την ενεργειακή δημοκρατία. Παράλληλα, επισημαίνει πως η είσοδος Κινέζων επενδυτών στο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Υπογραμμίζει την αδράνεια σχετικά με την αξιοποίηση της γεωθερμίας χαρακτηρίζοντάς την ως σφάλμα ενεργειακής πολιτικής, ενώ, τονίζει, πως η μεγάλη ανάγκη της Ευρώπης και της χώρας μας για ενέργεια τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να καλυφθεί από έρευνες υδρογονανθράκων που τώρα ξεκινάνε, όσο γρήγορα και να τρέξουν. Τέλος, εκτιμά πως ο ενεργειακός κλάδος θα παραμείνει αποσταθεροποιημένος και ευάλωτος σε απότομες ανοδικές και εξίσου απότομες καθοδικές πορείες έως ότου προχωρήσει η πράσινη μετάβαση σε ικανοποιητικό βαθμό.
Η κυβέρνηση έχει δώσει έμφαση στην προώθηση των ερευνών για υδρογονάνθρακες και φυσικό αέριο. Κατά πόσο μπορεί αυτή η πολιτική να συμβάλει στη θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας;
Η μεγάλη ανάγκη της Ευρώπης και της χώρας μας για ενέργεια τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να καλυφθεί από έρευνες υδρογονανθράκων που τώρα ξεκινάνε, όσο γρήγορα και να τρέξουν.
Είναι επίσης αλήθεια πως, όλα αυτά τα χρόνια, χορτάσαμε από παχιά λόγια. Ακούμε στο δημόσιο λόγο εδώ και μία δεκαετία για θαμμένους πετρελαϊκούς θησαυρούς που θα λύσουν μονομιάς τα προβλήματα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Όχι πάντως από τις μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρίες - για να είμαστε δίκαιοι - που δεν έχουν μιλήσει για βεβαιωμένους πόρους στη χώρα μας, αλλά για ενδείξεις και σε ελάχιστες περιπτώσεις (Ιωάννινα) για πιθανότητες, τονίζοντας μάλιστα πως, μέχρι να «μπει τρυπάνι» δεν μπορεί κάτι άλλο να διατυπωθεί.
Από την άλλη, το φυσικό δυναμικό στη χώρα μας, σε ήλιο, αέρα, γεωθερμία, νερά και βιομάζα είναι πλούσιο, βεβαιωμένο και ανεκμετάλλευτο σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Ειδικά όσον αφορά τη γεωθερμία, η αδράνεια που παρατηρείται εδώ και χρόνια συνιστά ολέθριο σφάλμα ενεργειακής πολιτικής. Αξιοποιώντας τα επόμενα χρόνια τους πεπερασμένους ανθρώπινους, πολιτικούς και οικονομικούς πόρους, μπορεί η χώρα μας και η βιομηχανία της να βρεθούν στην πρωτοπορία της πράσινης μετάβασης και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, με όρους ενεργειακής δημοκρατίας.
Η Ελλάδα εμφανίζεται τακτικά να καταλαμβάνει, αν όχι την υψηλότερη, τότε σίγουρα μία από τις υψηλότερες θέσεις στις τιμές χονδρικής ρεύματος στην Ευρώπη. Ποιοι οι λόγοι και κατά πόσο θεωρείτε ότι η πολιτική που έχει ακολουθηθεί έως σήμερα μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή;
Η Ελλάδα έχει όλη αυτή την περίοδο της ενεργειακής κρίσης μία από τις ακριβότερες τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας. Για τις τιμές αυτές, οι αιτίες είναι τα δομικά προβλήματα του χρηματιστηρίου ενέργειας (όπως ο ρηχός ανταγωνισμός) και η μειωμένη εποπτεία και ο έλεγχος (μειωμένος ρόλος των ανεξάρτητων αρχών). Προβλήματα που δεν έχει αντιμετωπίσει όλη αυτή την περίοδο η Κυβέρνηση.
Τα πράγματα όμως ξέφυγαν από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου. Συγκεκριμένα, από τη 21η Δεκεμβρίου και για πάνω από 3 εβδομάδες, η Ελλάδα είχε σταθερά τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη στη χονδρική. Τις περισσότερες μέρες, με τεράστιες διαφορές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενδεικτικά, το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου, η τιμή ήταν 283 Ευρώ ανά MWh στην Ελλάδα, όταν από την Πορτογαλία μέχρι τη Σουηδία ήταν κάτω από 10 Ευρώ ανά MWh, ενώ αρνητική τιμή σημείωσε η Γερμανία.
Εξαίρεση ήταν η 10η Ιανουαρίου, που η τιμή της χονδρικής διαμορφώθηκε στα 152 ευρώ/MWh, χάρη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), που μαζί με τα υδροηλεκτρικά έφθαναν στο 48%. Πάλι, χάρη στις ΑΠΕ, έχουμε μία πολύ σημαντική μείωση (κατά 75%) τις τελευταίες ημέρες στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, που διαμορφώνεται σε προπολεμικά επίπεδα.
Είναι λοιπόν σαφές πως όταν η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη συμμετοχή των ΑΠΕ, η τιμή εκτοξεύεται σε ακραία επίπεδα. Εδώ λοιπόν εντοπίζεται μία βασική αιτία των υψηλών τιμών, που είναι η καθυστέρηση διείσδυσης των ΑΠΕ. Μας ξεπέρασαν σε νέες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών το 2022 χώρες όπως η Πορτογαλία και έβαλαν πολλαπλάσια φωτοβολταϊκά χώρες όπως η Ολλανδία.
Πολύ μεγάλο πρόβλημα παραμένει επίσης το δίκτυο για να υποδεχτεί τις ΑΠΕ, η απουσία αποθήκευσης και η χαμηλή μας ηλεκτρική διασυνδεσιμότητα, σε σχέση με άλλες χώρες. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να εισάγουμε μεγάλες ποσότητες ενέργειας από τις γειτονικές χώρες που είχαν φθηνότερη το προηγούμενο διάστημα, αν είχαμε καλύτερα δίκτυα και μεγαλύτερες διασυνδέσεις. Αν είχαν προχωρήσει περισσότερο αυτές οι επενδύσεις σε δίκτυα και ΑΠΕ, θα μπορούσε η χώρα να έχει σημαντικά μειωμένη τιμή στο ελληνικό χρηματιστήριο τη δύσκολη προηγούμενη περίοδο. Είναι σαφές πως οι καθυστερήσεις αυτές κοστίζουν πολύ στους πολίτες.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει πως η Ελλάδα έχει παρουσιάσει μία από τις υψηλότερες τιμές στο ρεύμα και στη λιανική ενώ διαπιστώνει και έλλειμμα ανταγωνισμού. Πώς εκτιμάτε τις κρατικές επιδοτήσεις στη διαμόρφωση της σημερινής πραγματικότητας;
Πράγματι, η έκθεση του ΟΟΣΑ εξέπεμψε σήμα κινδύνου για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Εντοπίζει ζητήματα υψηλής εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο, καθυστερήσεις στη διείσδυση των ΑΠΕ στο μείγμα καθώς και ζητήματα ανταγωνισμού. Μάλιστα, όπως επισημαίνει, η έλλειψη ανταγωνισμού δεν εντοπίζεται μόνο στη χονδρική αλλά και στη λιανική αγορά ηλεκτρικού ρεύματος, όπου παρατηρείται υψηλός βαθμός συγκέντρωσης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η μελέτη του ΟΟΣΑ και στην ανάγκη μεγαλύτερης ανεξαρτησίας της ΡΑΕ. Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, οι ενισχυμένες και καλά διοικούμενες ρυθμιστικές αρχές συνδέονται με αποφάσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό και τις επενδύσεις σε δίκτυα. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΡΑΕ θα ήταν δυνατή με την επιλογή του επικεφαλής της Αρχής και των μελών του διοικητικού συμβουλίου από μια ανεξάρτητη επιτροπή, αναφέρει η έκθεση, αντί της κυβέρνησης, καθώς επίσης και με τον περιορισμό της κυβερνητικής καθοδήγησης για το έργο της.
Τέλος, η έκθεση κατακρίνει το κυβερνητικό σύστημα των οριζόντιων επιδοτήσεων. Προτείνει αντ’ αυτού ένα σχήμα απευθείας ενίσχυσης των εισοδημάτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, προκειμένου να μειώσουν τις καταναλώσεις τους και να επιλέξουν πιο «πράσινα» και φθηνότερα καύσιμα, καθώς και χρήση έξυπνων μετρητών προκειμένου να συμμετέχουν και τα νοικοκυριά στην προσπάθεια μείωσης της ενέργειας. Επιπλέον, επισημαίνει την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων σε δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και των επενδύσεων σε ΑΠΕ. Οι επισημάνσεις της έκθεσης είναι στην κατεύθυνση όσων έχω προτείνει το τελευταίο διάστημα. Η αλλαγή ενεργειακής πολιτικής είναι επιβεβλημένη και με βάση τον ΟΟΣΑ.
Σταθερός παραμένει ο προβληματισμός στην αγορά για τον περιορισμένο χώρο στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος για τη σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ. Κυβέρνηση και διαχειριστές έχουν παρουσιάσει προγράμματα ενίσχυσης των δικτύων αλλά και των διασυνδέσεων. Πού πιστεύετε ότι «κολλάει» η υλοποίηση των έργων και πώς θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει η αγορά των ΑΠΕ;
Τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι η «βραδυφλεγής βόμβα» της ενεργειακής μετάβασης της χώρας. Το πρόβλημα είναι τεράστιο, αφού το δίκτυο σε όλη την Ελλάδα είναι κορεσμένο. Ο ηλεκτρικός χώρος για σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ είναι ελάχιστος. Αυτό ισχύει τόσο για το Δίκτυο Διανομής όσο και για το Σύστημα Μεταφοράς. Τα Προγράμματα Ανάπτυξης των δύο Διαχειριστών πρέπει να ενισχυθούν και να επιταχυνθούν. Οι ρυθμοί που ακολουθούν είναι πάρα πολύ αργοί. Δε συνάδουν με την εποχή και τις ανάγκες της.
Θα δώσω δύο παραδείγματα:
Η διασύνδεση Ελλάδα-Βουλγαρία είναι 151 χλμ. Τα 121 είναι στη Βουλγαρία και τα 30 Ελλάδα. Οι Βούλγαροι έχουν ολοκληρώσει το κομμάτι τους το 2021. Ο ΑΔΜΗΕ θα ξεκινήσει την κατασκευή το 2023. Να γιατί η Ελλάδα δεν έχει ικανότητα εισαγωγής φθηνής ενέργειας για να ρίξει τις τιμές.
Επίσης, θυμάμαι τις ανακοινώσεις του Υπουργού Ενέργειας για την ηλεκτρική λεωφόρο που θα συνδέει την Ελλάδα με την Κεντρική Ευρώπη, μέσω της οποίας θα εξάγεται πολλές ώρες η περίσσεια από την παραγωγή των δεκάδων GW ΑΠΕ που θα έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μέχρι το 2030. Πέρασαν πολλοί μήνες. Έχει υπάρξει κάποια πρόοδος;
Η μειωμένη ανάπτυξη των δικτύων εξυπηρετεί τους λίγους και ισχυρούς, που έχουν προνομιακή πρόσβαση στον ηλεκτρικό χώρο, και «χτυπάει» τους απλούς πολίτες, που είναι τελικά αποκλεισμένοι από την αγορά ενέργειας. Πλήττει δηλαδή την ενεργειακή δημοκρατία.
Είναι, πλέον, σαφές πως η είσοδος Κινέζων επενδυτών στο σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ακόμα χειρότερα με το δίκτυο διανομής, όπου το fund που μπήκε στη μετοχική σύνθεση δεν έχει προσφέρει την αναβάθμιση του δικτύου που αναμένονταν. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως αυτές οι μετοχοποιήσεις των δικτύων σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία δεν αποδίδουν. Ο μόνος τρόπος πιστεύω πως είναι να έχει το κράτος τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη δυνατότητα κινήσεων. Αλλιώς δεν μπορούν να προχωρήσουν οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται στον χρόνο που πρέπει.
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε μία σταθερή αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου το οποίο έχει βρεθεί πλέον σε προπολεμικά επίπεδα τιμών ενώ, παράλληλα, η Ευρώπη έχει αυξήσει και τις εισαγωγές LNG. Θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει ότι αφήνουμε σιγά – σιγά πίσω μας την κρίση;
Ο ενεργειακός κλάδος θα παραμείνει αποσταθεροποιημένος, ευάλωτος σε απότομες ανοδικές και εξίσου απότομες καθοδικές πορείες. Ο λόγος είναι οι αντικρουόμενες βραχυπρόθεσμες και μεσο – μακρο πρόθεσμες επιδιώξεις. Στον πιο βραχύ χρόνο, ο πλανήτης φαντάζει πιο διψασμένος για ορυκτά καύσιμα, για πετρέλαιο και για φυσικό αέριο, ιδίως εάν επιστρέψουν πιο έντονοι αναπτυξιακοί ρυθμοί. Για παράδειγμα, μόλις πριν λίγες μέρες, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) ανακοίνωσε την άρση των περιορισμών κατά της Covid στην Κίνα, που πιθανώς να αυξήσει σημαντικά την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου σε νέα επίπεδα ρεκόρ και ίσως και τις τιμές.
Στον μεσο – μακροχρόνιο ορίζοντα, η σταδιακή εξάλειψη κάθε χρήσης ορυκτών καυσίμων είναι όλο και πιο ορατή και θα επιταχύνεται όσο πιο έντονα και αισθητά είναι και τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής. Αυτό εξηγεί και τη δυστοκία για μακροπρόθεσμες πολύ μεγάλες επενδύσεις στη φθίνουσα πετρελαϊκή βιομηχανία. Τις (χρονικά) αντιφατικές επιδιώξεις προσπαθούν να αξιοποιήσουν «οι αγορές» για νέα υπερκέρδη. Συνεπώς, η αστάθεια θα παραμείνει μέχρι να προχωρήσει η πράσινη μετάβαση σε ικανοποιητικό βαθμό, κρατώντας σε αγωνία τα κράτη και τους πολίτες και σε επιφυλακή τους αποφασίζοντες.
(Συνέντευξη στο businessdaily.gr – 23/1/2023)
Ο ενεργειακός κλάδος θα παραμείνει αποσταθεροποιημένος, ευάλωτος σε απότομες ανοδικές και εξίσου απότομες καθοδικές πορείες. Ο λόγος είναι οι αντικρουόμενες βραχυπρόθεσμες και μεσο – μακρο πρόθεσμες επιδιώξεις. Στον πιο βραχύ χρόνο, ο πλανήτης φαντάζει πιο διψασμένος για ορυκτά καύσιμα, για πετρέλαιο και για φυσικό αέριο, ιδίως εάν επιστρέψουν πιο έντονοι αναπτυξιακοί ρυθμοί. Για παράδειγμα, μόλις πριν λίγες μέρες, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) ανακοίνωσε την άρση των περιορισμών κατά της Covid στην Κίνα, που πιθανώς να αυξήσει σημαντικά την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου σε νέα επίπεδα ρεκόρ και ίσως και τις τιμές.
Στον μεσο – μακροχρόνιο ορίζοντα, η σταδιακή εξάλειψη κάθε χρήσης ορυκτών καυσίμων είναι όλο και πιο ορατή και θα επιταχύνεται όσο πιο έντονα και αισθητά είναι και τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής. Αυτό εξηγεί και τη δυστοκία για μακροπρόθεσμες πολύ μεγάλες επενδύσεις στη φθίνουσα πετρελαϊκή βιομηχανία. Τις (χρονικά) αντιφατικές επιδιώξεις προσπαθούν να αξιοποιήσουν «οι αγορές» για νέα υπερκέρδη. Συνεπώς, η αστάθεια θα παραμείνει μέχρι να προχωρήσει η πράσινη μετάβαση σε ικανοποιητικό βαθμό, κρατώντας σε αγωνία τα κράτη και τους πολίτες και σε επιφυλακή τους αποφασίζοντες.
(Συνέντευξη στο businessdaily.gr – 23/1/2023)